Η Αλεξάνδρα στεκόταν στο παράθυρο, παρακολουθώντας τις σκιές να μεγαλώνουν στον δρόμο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, όχι από αγωνία, αλλά από την αναμονή της δικαίωσης. Πίσω της, καθισμένη στον καναπέ, η Στέλλα έπαιζε νευρικά με το κολιέ της, ανίκανη να συναντήσει το βλέμμα της φίλης της.
«Είσαι σίγουρη πως θα έρθει;» ρώτησε διστακτικά η Στέλλα.
«Πάντα έρχεται», απάντησε ψυχρά η Αλεξάνδρα. Η φωνή της έκρυβε πίκρα και θυμό που χρόνια πάλευε να κρατήσει κρυμμένα.
Ο ήχος των βημάτων του Ανδρέα αντήχησε στο διάδρομο. Η πόρτα άνοιξε και εκείνος μπήκε μέσα, χαμογελαστός, σίγουρος για τον εαυτό του όπως πάντα.
«Κορίτσια, τι γίνεται εδώ;» είπε με τη γνωστή του άνεση, που συνήθως τις γοήτευε και τις δύο.
«Ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει», αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.
Τα μάτια του Ανδρέα σκοτείνιασαν ελαφρώς καθώς παρατήρησε τη στάση της Αλεξάνδρας και την ταραχή της Στέλλας.
«Αλεξάνδρα...» προσπάθησε να πει, αλλά εκείνη τον διέκοψε.
«Μην τολμήσεις να πεις ψέματα. Ξέρω για εσένα και τη Στέλλα». Η φωνή της ήταν σταθερή, αλλά γεμάτη πόνο.
Η Στέλλα σηκώθηκε απότομα, «Αλεξάνδρα, δεν ήθελα ποτέ να σε πληγώσω. Ο Ανδρέας μου υποσχέθηκε...»
«Υποσχέθηκε και στις δύο μας, Στέλλα», είπε κοφτά η Αλεξάνδρα. «Όμως δεν ήξερε πως εμείς οι δύο θα μιλούσαμε τελικά. Αυτή ήταν η πρώτη προδοσία. Αλλά υπάρχει και δεύτερη».
Ο Ανδρέας ένιωσε ξαφνικά να του κόβεται η ανάσα.
«Ποια δεύτερη;» ψιθύρισε, με φόβο πλέον στη φωνή του.
Η πόρτα άνοιξε πάλι, αποκαλύπτοντας έναν άγνωστο άνδρα με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι.
«Η δεύτερη προδοσία είναι ότι τα ψέματά σου θα εκτεθούν σε όλους», είπε η Αλεξάνδρα, καθώς ο φωτογράφος άρχισε να αποτυπώνει τη στιγμή.
Η Στέλλα και ο Ανδρέας κοιτάχτηκαν σοκαρισμένοι, συνειδητοποιώντας πως είχαν παγιδευτεί και οι δύο στην ίδια τους την ίντριγκα. Ο άνδρας με τη φωτογραφική μηχανή σταμάτησε και πλησίασε προς την Αλεξάνδρα, δίνοντάς της τη φωτογραφική μηχανή.
«Ευχαριστώ, Γιώργο», είπε η Αλεξάνδρα με ένα κυνικό χαμόγελο. «Αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω μετά από όλα αυτά που έμαθα».
Η Στέλλα κάθισε ξανά στον καναπέ, κρύβοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της, ενώ ο Ανδρέας έμεινε ακίνητος, αδυνατώντας να αρθρώσει λέξη. Η Αλεξάνδρα γύρισε αργά προς αυτούς, με ένα χαμόγελο πικρής ικανοποίησης.
«Κάθε προδοσία, έχει το τίμημά της», επανέλαβε ήρεμα, καθώς οι σκιές πλέον είχαν καταπιεί το δωμάτιο.
By SIRANO
Εκτύπωση στις 19/04/2025
Από την ιστοσελίδα Ηχολόγιο
echologion.com/el/articles.asp?export=html&tid=201