ΓΕΛΑ ΜΟΥ

Σιγά σιγά, μια αλλαγή άρχισε να γίνεται αισθητή

05/04/2025


ΓΕΛΑ ΜΟΥ 

Ξεκίνησε με μια αόριστη δόνηση. Ένα ανεπαίσθητο ρίγος που διέτρεξε την άυλη υπόσταση του χώρου. Η επιφάνεια, όποια κι αν ήταν αυτή, φάνηκε να αναστενάζει ελαφρά. Ένας αέρας νωχελικός, γεμάτος την υγρασία της νύχτας που μόλις είχε περάσει, άρχισε να κινείται. Άγγιξε απαλά, σαν χέρι φάντασμα, κάθε τι που βρισκόταν εκεί. Σκόνη κοιμισμένη αιώνες σηκώθηκε διστακτικά, σχηματίζοντας για μια στιγμή αόρατες στήλες που έλαμπαν αμυδρά στο φως που δεν είχε ακόμη φτάσει. Μετά, ησυχία. Μια σιωπή τόσο βαθιά που έμοιαζε να έχει δική της υφή, σαν ένα παχύ, απορροφητικό πέπλο.

Σιγά σιγά, μια αλλαγή άρχισε να γίνεται αισθητή. Ένα φως χλιαρό, διστακτικό, εμφανίστηκε στην άκρη του ορίζοντα. Άρχισε να απλώνεται, σαν υγρό χρυσάφι που χύνεται αργά. Οι σκιές, αρχικά μακριές και ασαφείς, άρχισαν να συρρικνώνονται, να γίνονται πιο καθαρές, αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες που πριν ήταν κρυμμένες. Μικρές ρωγμές στην επιφάνεια, ανεπαίσθητες υψώσεις και κοιλώματα, όλα αποκτούσαν μορφή κάτω από το φως που δυνάμωνε. Η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει, όχι απότομα, αλλά σταδιακά, σαν μια απαλή ανάσα που ζεσταίνει τον αέρα. Μια μυρωδιά άγνωστη, ίσως η μυρωδιά της ίδιας της πέτρας ή της ξεραμένης γης, άρχισε να γίνεται αντιληπτή.

Ένας ξαφνικός, κοφτός ήχος διέτρησε την ησυχία. Ένα κλικ, σαν κάτι να σπάει ή να απελευθερώνεται. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν διαφορετική. Δεν ήταν η ίδια βαριά σιωπή της αρχής, αλλά μια σιωπή γεμάτη αναμονή, σαν να κρατούσε την ανάσα της. Μετά από λίγο, ένας άλλος ήχος, πιο διαρκής αυτή τη φορά. Ένα τρίξιμο, σαν κάτι βαρύ να μετακινείται αργά, με κόπο. Σταμάτησε ξαφνικά, αφήνοντας πίσω του μόνο τον αχνό απόηχο του.

Καθώς η μέρα βάθαινε, το φως μεταμορφώθηκε. Από το χρυσό του πρωινού, έγινε ένα λαμπρό, σχεδόν εκτυφλωτικό λευκό. Οι σκιές εξαφανίστηκαν εντελώς, και κάθε λεπτομέρεια λουζόταν σε μια άπλετη φωτεινότητα. Η αίσθηση της θερμότητας έγινε πιο έντονη, σχεδόν πιεστική. Ο αέρας φαινόταν να στροβιλίζεται αόρατα, κουβαλώντας μαζί του άγνωστες οσμές και αισθήσεις. Ίσως για μια στιγμή, μια αίσθηση στασιμότητας κυριάρχησε, σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει.

Μετά, άρχισε η κάθοδος. Το φως άρχισε να χάνει την έντασή του, αποκτώντας μια πιο ζεστή, πορτοκαλί απόχρωση. Οι σκιές επέστρεψαν, αυτή τη φορά πιο μακριές και πιο απαλές. Άρχισαν να χορεύουν αργά, καθώς το φως άλλαζε γωνία. Ένας νέος ήχος εμφανίστηκε, ένας χαμηλός, συνεχής θόρυβος, σαν βαθύς αναστεναγμός. Ίσως ήταν ο ήχος του αέρα που περνούσε μέσα από αόρατες σχισμές, ή κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγηθεί.

Στο τέλος, όταν το φως είχε σχεδόν σβήσει, ο ουρανός βάφτηκε με απίστευτα χρώματα. Ροζ, πορτοκαλί, κόκκινο, όλα αναμειγμένα σε μια τελευταία, εκθαμβωτική παράσταση. Μια αίσθηση γαλήνης, αλλά και μιας ανεξήγητης μελαγχολίας, κατέκλυσε τον χώρο. Μετά, το σκοτάδι. Όχι το απόλυτο σκοτάδι της αρχής, αλλά ένα βαθύ, αστραφτερό σκοτάδι, γεμάτο με τους αμέτρητους ψιθύρους των άστρων. Και μέσα σε αυτό το σκοτάδι, η αόριστη δόνηση επέστρεψε, πιο έντονη αυτή τη φορά. Ήταν το τέλος μιας ημέρας; Ή η αρχή κάτι άλλου; Η ιστορία συνέχιζε να γράφεται, αθόρυβα, μέσα στην άπειρη σιωπή.

By SIRANO



Εκτύπωση στις 19/04/2025
Από την ιστοσελίδα Ηχολόγιο
echologion.com/el/articles.asp?export=print&tid=198