Ο καιρός άλλαξε. Οι μέρες έγιναν φωτεινότερες, αλλά οι συναντήσεις τους πιο σπάνιες. Δεν υπήρξε κάποια παρεξήγηση, ούτε μια λέξη βαριά. Απλώς, ο ρυθμός της ζωής άρχισε να τραβάει τον καθένα προς διαφορετικές κατευθύνσεις — όπως τα φύλλα στον άνεμο, που ενώ ξεκινούν μαζί, καταλήγουν σε άλλα πεζοδρόμια.
Εκείνος εξακολούθησε να περνάει από το στενό, κοιτώντας κάθε φορά προς το τραπέζι. Άλλοτε την έβλεπε να κάθεται εκεί, χαμένη στις σκέψεις της, άλλοτε το τραπέζι ήταν άδειο — σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ αυτή η συνήθεια. Δεν την πλησίαζε πάντα. Κάποιες φορές την κοίταζε από μακριά, προσπαθώντας να καταλάβει αν η απόσταση ήταν δική του ή δική της.
Εκείνη, από τη μεριά της, ένιωθε να μεγαλώνει μέσα της μια σιωπή. Όχι άβολη — πιο πολύ, αναγκαία. Μια σιωπή που κουβαλούσε όλες τις λέξεις που δεν τόλμησαν να ειπωθούν. Την ανάγκη να τον ρωτήσει πού πηγαίνει όταν δεν είναι μαζί της. Τον φόβο ότι εκείνος ίσως δεν την ένιωσε ποτέ όπως τον ένιωσε εκείνη. Τη μικρή, ανεπαίσθητη λύπη που κάθε φορά άφηνε πίσω του όταν έφευγε χωρίς να πει αν θα επιστρέψει.
Και εκείνος ήθελε να μιλήσει. Να της πει ότι ένιωθε κάτι πρωτόγνωρο. Όχι έρωτα ακόμα, αλλά κάτι πιο βαθύ: μια σύνδεση χωρίς όνομα. Αλλά δεν ήξερε πώς. Είχε μάθει να προστατεύει τα κομμάτια του, να μη δίνεται εύκολα. Και τώρα, που του ζητούσε απλώς μια αλήθεια —χωρίς δράμα, χωρίς απαίτηση— εκείνος δεν μπορούσε να την προσφέρει.
Έτσι, οι λέξεις έμειναν ανείπωτες. Και η σιωπή έγινε το μόνο που τους ένωνε πια.
Μέχρι που ένα πρωινό, εκείνη δεν ήρθε καθόλου.
Κι αυτός στάθηκε εκεί, στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοιτώντας το άδειο τραπέζι. Ήξερε πως κάτι είχε αλλάξει.
Όχι κάτι δραματικό. Κάτι πιο τρομακτικό: είχε αρχίσει να τελειώνει ήσυχα.
By echologion
Εκτύπωση στις 23/08/2025
Από την ιστοσελίδα Ηχολόγιο
echologion.com/el/articles.asp?export=print&tid=247