Οι μέρες πέρασαν σαν βροχή που δεν ακούστηκε. Ήσυχα, αδιάκοπα, σχεδόν ανεπαίσθητα. Εκείνος εξακολούθησε να περνάει από το στενό, σαν κάποιος που ψάχνει κάτι που ίσως δεν θέλει να βρει, ή ίσως φοβάται τι θα γίνει αν το βρει.
Το τραπέζι παρέμενε άδειο. Μερικές φορές καθόταν μόνος, με τον ίδιο σκέτο καφέ απέναντί του. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως γιατί η συνήθεια κουβαλάει ελπίδα, ή απλώς γιατί εκεί είχε αφήσει κάτι που δεν μπορούσε να πάρει μαζί του.
Εκείνη δεν είχε χαθεί. Ήταν κάπου αλλού, μακριά από το ίδιο τραπέζι, ίσως πιο κοντά στον εαυτό της. Δεν του χρωστούσε εξηγήσεις, όπως κι εκείνος δεν της είχε δώσει απαντήσεις. Η αγάπη τους δεν είχε ποτέ θεμέλια, μόνο σιωπή, βλέμματα και λίγες λέξεις που δεν τόλμησαν να γίνουν προτάσεις.
Μα μια μέρα, λίγο πριν νυχτώσει, βρέθηκαν ξανά. Όχι από τύχη. Κανείς δεν πίστευε πια στις συμπτώσεις.
Δεν αντάλλαξαν χαιρετισμό, ούτε βλέμμα. Απλώς στάθηκαν λίγα βήματα μακριά, κι η απόσταση ανάμεσά τους ήταν πιο ειλικρινής από κάθε εξομολόγηση.
Κι όμως, εκείνη έκανε το βήμα.
— Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, του είπε.
— Ούτε εσύ, απάντησε.
Και για πρώτη φορά, όλα ειπώθηκαν με σιωπή.
Δεν έμειναν μαζί. Δεν αντάλλαξαν υποσχέσεις. Αλλά από εκείνη τη μέρα, κανείς τους δεν κάθισε ξανά σ’ εκείνο το τραπέζι. Δεν χρειάστηκε.
Η αγάπη που υπήρξε ανάμεσά τους δεν τελείωσε· απλώς μεταμορφώθηκε. Έμεινε εκεί που ανήκουν τα πράγματα που δεν λέγονται αλλά δεν ξεχνιούνται: σε μια ματιά, σε έναν άδειο καφέ, σε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο.
Και ίσως, τελικά, αυτή να ήταν η πιο αληθινή μορφή της.
By echologion
Εκτύπωση στις 23/08/2025
Από την ιστοσελίδα Ηχολόγιο
echologion.com/el/articles.asp?tid=248