“Λουλούδια σε Λασπόνερα”
Περίληψη
Σε Δραπετσώνα, Πειραιά, Πέραμα, Κερατσίνι, στάξε φωτιά στο ριζικό, η
αγάπη μας να μείνει!
Όταν σκεφτόμασταν πριν δυό χρόνια, ποιο θα είναι το επόμενο
θεατρικό έργο, που θα ανεβάσουμε, στο τραπέζι έπεσε η ιδέα, να
γράψουμε ένα έργο δικό μας, που θα αναφέρεται στις γειτονιές του
Πειραιά, κάποιες δεκαετίες πίσω, στα δύσκολα χρόνια του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά, στις δεκαετίες του ’50 και ’60, στα
χρόνια της φτώχειας και της προσφυγιάς. Η ιδέα ήταν να γράψει ο
καθένας, ιστορίες από βιώματα δικά του ή ιστορίες που άκουσε από
διηγήσεις των μεγαλύτερων. Αληθινές ή μυθοπλασίες, εμπνευσμένες
από τα χρόνια εκείνα και τις γειτονιές εκείνες.
Έτσι έφερε ο καθένας την δική του ιστορία, που όλες μαζί έφτιαξαν το
θεατρικό έργο μας «Λουλούδια σε λασπόνερα», το οποίο κατόπιν
επεξεργασίας και διασκευής, μετατράπηκε από σενάριο, σε ένα έργο με
διηγήματα, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, με μικρές αστραπές ζωής κι
ελπίδας, που βγάζει στον καθένα μας, τη νοσταλγία, τη θλίψη, τη χαρά,
την απόγνωση, την υπερηφάνεια, τον νταλκά και το μεράκι, μιας εποχής
που έφυγε ανεπιστρεπτί, μαζί με τις παράγκες και τις μοσχομυριστές
αυλές, με τ’ αγιόκλημα και το γιασεμί!
Ζαφειρία Μαρμαρινού
Επιμέλεια κειμένων
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η ΛΑΘΟΣ ΝΕΚΡΗ
Κι αν κάποιες “ζημιές” διορθώνονται, κάποιες άλλες μπορεί να
δημιουργήσουν τέτοια σύγχυση, που τα δάκρυα του πόνου, να
μετατραπούν σε ξεκαρδιστικά γέλια! Έτσι είναι η ζωή! Γάμος με
κλάματα και κηδεία με γέλια, δεν λέει ο λαός;
1968.
Η κυρά Στάσα μας αφήνει χρόνους. Θεός σχωρέστη… Πίσω της παιδιά,
εγγόνια, τρισέγγονα! Γυναίκα του κυρ Ζαχαρία. Θεός σχωρέστον κι
αυτόν!
Ξύλο, πολύ ξύλο έτρωγε η Σάσα η κακομοίρα. Ήτανε ζηλιάρης, μπεκρής,
ε… είχε και τα μπουζουκάκια του στους τεκέδες, τις πουτανίτσες του! Κι
η κυρά Στάσα με δύο παιδιά, στη παράγκα, στα Ταμπούρια, να
ξεσκατώνει και να πλένει. Αχ, όπως σου τα λέω μάτια μου.
Τυραννισμένη γυναίκα! Τυραννισμένη, ξετυραννισμένη, τον έθαψε τον
Ζαχαρία. Θεός σχωρέστον… ‘Ηρθε λοιπόν κι καιρός της, πάει η Στάσα.
Ακούστε τώρα τι παιχνίδια παίζει η ζωή..
Ημέρα Πέμπτη θα γινόταν η κηδεία κι όλοι οι πιο κοντινοί, μετά θα
πήγαιναν στο σπίτι για τη «παρηγοριά», την ψαρόσουπα ντε. Την τελετή
είχε αναλάβει ο Παράσχος, ένας φραγκοφονιάς, που πούλαγε κάσα από
ψαροκασέλα για οξιά. Ωραία τελετή! Τι φέρετρο, τι στολισμό, τι
γλαδιόλες, τι πολυελαίους, τι, τι, τι να σας λέω. Πλούσια πράγματα!
Είμαστε λοιπόν στα καμαράκια, ξέρετε εκεί που βάζουν τις κάσες σε
αναμονή…
Εδώ να σας διευκρινίσω ότι η κυρά Στάσα ήταν νταβραντογυναίκα.
Είχαμε και μια γειτόνισσα, τη Βασιλικώ, που είχε καταρράκτη στα
μάτια! Όλους μας έβλεπε ίδιους, όποιος και να πέρναγε! Γιώργο ηρθες;
Γιώργο λέγανε και τον άντρα της, καλό κουμάσι κι αυτός…
Η κυρά Στάσα, νταβραντογυναίκα, σας το ξαναλέω, ήταν στο καμαράκι
2. Στο καμαράκι 1, ήταν μια άλλη συγχωρεμένη με τους δικούς της
λυπημένους. Υπόψιν ο άντρας της δίπλα νεκρής, ζούσε! Προσέξτε το
αυτό!!!
Και ξετυλίγεται η εξής εικόνα:
Η Βασιλικώ, με ματομπούκαλα, δεν βλέπει τίποτα και πάει στο λάθος
καμαράκι με την άλλη νεκρή, κλαίγοντας. Εκεί ήμαστε τώρα.
Μπαίνει η Βασιλικώ με αναφιλητά:
- Αααααχ σε χάσαμε, τι θα γίνω τώρα χωρίς εσένα; Πάει, πάει,
καλός άνθρωπος!!! Καλή γυναίκα. Δε θα πει τίποτα, μάλαμα
χάσαμε, μάλαμα!!!
Τα λόγια της ακολουθούν κλάματα και οδυρμοί… Ο άντρας της
νεκρής ρωτάει:
- Συγγνώμη, τη.. ξέρατε και σεις;…
- Μόνο εγώ; Όλα τα Ταμπούρια τη ξέρανε, να μη πω κι η
Δραπετσώνα.. αααχ!
Ο σύζυγος παθαίνει ντουβρουτζά! Σου λέει η Θοδώρα εξόν από
Καλλιθέα, Μοσχάτο, άλλες περιοχές δεν ήξερε. Τι ‘ναι τούτα;
-Κυρά μου τι λες; Είσαι σίγουρη;
Η Βασιλικώ επιμένει.
-Εγώ να ‘μαι σίγουρη; Ήμουνα ο άνθρωπος της, όλα τα μυστικά της σε
μένα τα λεγε, ούτε ο Ζαχαρίας, δεν τα ξερε!
Ο καημένος ο σύζυγος γουρλώνει τα μάτια.
-Ποιος, ποιος είναι ο Ζαχαρίας;
-Ο άντρας της ζωής της, αααχ, πάει να τον συναντήσει τώρα!
Εδώ, πρώτον πέφτει ξερός στην καρέκλα ο άνθρωπος, μετά τις τόσες
αποκαλύψεις, δεύτερον πέφτει πάνω στη κάσα, απαρηγόρητη, η γκαβή
Βασιλικώ. Υπ’ όψιν, η δίπλα νεκρή ήταν ένα μέτρο, ενώ η Στάσα,
νταβραντογυναίκα είπαμε!
-Αααααχ Στάσα μου, πως μπήκες έτσι, δυο μέτρα γυναίκα; Σκούζει η
Βασιλικώ που είδε το μικρό φέρετρο…
Ήρθε λοιπόν η αποκάλυψη! Στο καμαράκι 2, άκουσαν τη φωνή της
γκαβής οι κόρες της Στάσας και βγήκαν και τη μάζεψαν.
Έτσι λύθηκε η παρεξήγηση, και ο σύζυγος της δίπλα νεκρής, συνήλθε
μετά τις συγνώμες και τα τοιαύτα! Οι νεκροί πήραν τον δρόμο τους και
οι ζωντανοί τον δικό τους!
Αυτά! Θεός σχωρέστους! Αμήν!!!..
Εκτύπωση στις 20/04/2025
Από την ιστοσελίδα Ηχολόγιο
echologion.com/el/articles.asp?tid=96