Σε μια τελευταία συνάντηση, κάτω από το φως του φεγγαριού που έλουζε την πόλη με μια ασημένια λάμψη, πήραν μια σιωπηλή απόφαση.
Σε μια τελευταία συνάντηση, κάτω από το φως του φεγγαριού που έλουζε την πόλη με μια ασημένια λάμψη, πήραν μια σιωπηλή απόφαση. Η αγάπη τους ήταν πολύ δυνατή για να πεθάνει, αλλά και πολύ εύθραυστη για να αντέξει στο φως της ημέρας.
Στο τέλος, όταν το φως είχε σχεδόν σβήσει, ο ουρανός βάφτηκε με απίστευτα χρώματα. Ροζ, πορτοκαλί, κόκκινο, όλα αναμειγμένα σε μια τελευταία, εκθαμβωτική παράσταση.
Έφτασε έξω από το καφέ λαχανιασμένος, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Μέσα, όλα έδειχναν συνηθισμένα: η γνώριμη μουσική, η χαλαρή ατμόσφαιρα και η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ. Όμως εκείνη δεν ήταν εκεί. Ρώτησε με αγωνία τον νεαρό υπάλληλο πίσω από τον πάγκο, μα εκείνος απάντησε αρνητικά, κουνώντας το κεφάλι του με απολογητικό ύφος.
Ένας ξαφνικός, κοφτός ήχος διέτρησε την ησυχία. Ένα κλικ, σαν κάτι να σπάει ή να απελευθερώνεται. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν διαφορετική. Δεν ήταν η ίδια βαριά σιωπή της αρχής, αλλά μια σιωπή γεμάτη αναμονή, σαν να κρατούσε την ανάσα της
Όμως, μέσα σε αυτό το σταδιακό ξύπνημα, η αναμονή διατηρούσε την κυριαρχία της
Αλλά καθώς ο ήλιος άρχισε την αργή του κάθοδο, οι σκιές μάκρυναν και πάλι, παίρνοντας μαζί τους τη ζεστασιά της ημέρας. Ο ουρανός βάφτηκε με βαθιές αποχρώσεις του κόκκινου και του μωβ, μια θεαματική αλλά και μελαγχολική πανδαισία χρωμάτων. Η αναμονή, τώρα, είχε μια πιο βαριά αίσθηση, σαν μια σφιγμένη γροθιά στο στήθος.
Στους απέραντους χώρους του σύμπαντος, η υπόσχεση ήταν η αόρατη δύναμη που ένωνε τα πάντα. Από τους μικρότερους κόκκους σκόνης που χορεύουν σε μια ηλιαχτίδα, μέχρι τους τεράστιους γαλαξίες που περιστρέφονται σε ένα κοσμικό χορό, η υπόσχεση αυτή ήταν ο αόρατος δεσμός. Ήταν η αρμονία στην φαινομενική αταξία, η τάξη που αναδύεται από το χάος.
Η ψυχή του, άδεια και βαριά, καθρεφτιζόταν στη μελαγχολία της πόλης.
Ένα απόγευμα, καθώς ηλιοβασίλεμα έβαφε τον ουρανό με χρώματα φωτιάς, βρέθηκε πάλι μπροστά από το παράθυρο. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν ένιωθε πια άδειος. Η ψυχή του είχε αρχίσει να γεμίζει ξανά με φως, χάρη στην απρόσμενη ζεστασιά μιας άγνωστης κοπέλας που, χωρίς να το γνωρίζει, είχε καταφέρει να επουλώσει πληγές που νόμιζε πως θα μείνουν ανοιχτές για πάντα.