Μυστικά… Έλα μια νύχτα
Δεν είχε όνομα. Δεν υπήρχε υπόσχεση.
24/05/2025

Μυστικά… Έλα μια νύχτα
Η πόλη είχε βυθιστεί στο βελούδινο σκοτάδι της νύχτας. Οι δρόμοι, σιωπηλοί, μοιάζαν να κρατούν την ανάσα τους. Σαν κάτι να περίμεναν. Κι εκείνη περίμενε. Μια νύχτα. Μόνο μια. Χωρίς υποσχέσεις, χωρίς μέλλον. Μόνο η στιγμή – καυτή, ωμή, ανεξέλεγκτη.
Το μήνυμα ήταν λιτό, σχεδόν βουβό, μα έσταζε προσμονή. «Έλα μια νύχτα.» Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Ήξερε. Κι εκείνος ήξερε. Δεν ήταν παιχνίδι. Δεν ήταν περιέργεια. Ήταν ανάγκη που χτίστηκε αργά, ύπουλα, στα βλέμματα που κράτησαν λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, στις λέξεις που άφησαν αποσιωπητικά αντί τελείας, στα αγγίγματα που σταμάτησαν στην επιφάνεια ενώ ήθελαν να βυθιστούν.
Ήρθε χωρίς ήχο. Ούτε κουδούνι, ούτε χτύπος. Η πόρτα ανοιχτή, σαν κάλεσμα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο σε τελετή. Τα βήματά του βαριά από τον πόθο που έσερνε μαζί του χρόνια. Στεκόταν εκείνη μπροστά του, όχι πια σαν εικόνα φαντασίας, αλλά αληθινή – με το φως να χαϊδεύει τα γυμνά της χέρια, τα πόδια της γυμνά, κι ένα λευκό πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, να μοιάζει με ανάσα.
Τα μάτια της δεν τον κοίταζαν, τον ξεγύμνωναν. Δεν του έδιναν χώρο για άμυνες. Τίποτα δεν έπρεπε να εξηγηθεί – η νύχτα αυτή δεν ήταν για λέξεις. Ήταν για σιωπές που καίνε.
Πλησίασε. Η ανάσα της ανακατεύτηκε με τη δική του. Ένα φιλί – αργό, εξερευνητικό, απεγνωσμένο. Τα χείλη της είχαν γεύση κρασιού και υποσχέσεων που δεν έπρεπε να γίνουν. Κι όμως, γίνονταν. Σώμα με σώμα. Δέρμα με δέρμα. Χέρια που έμαθαν τον άλλο σε λίγα λεπτά, όπως δε μαθαίνεις κάποιον σε χρόνια.
Ο ήχος από το ύφασμα που έπεσε στο πάτωμα. Η αφή στο στήθος, στη μέση, στους μηρούς. Ο λαιμός της υγρός από φιλιά. Τα δόντια του στο αυτί της, τα δάχτυλά της να τον οδηγούν χωρίς δισταγμό, να χαράζουν διαδρομές πάνω στη σάρκα του. Δεν υπήρχε ντροπή, μόνο παράδοση. Ήταν δυο ψυχές γυμνές, που δε ζητούσαν ούτε όνομα ούτε παρελθόν. Μόνο το τώρα.
Εκείνος μπήκε μέσα της με τρόπο απόλυτο, σαν να ήθελε να την καταπιεί, να γίνει ένα. Οι κινήσεις τους ρυθμικές, άγριες και τρυφερές μαζί. Τα κορμιά τους κουλουριάστηκαν σαν πεινασμένα θηρία που βρήκαν τροφή. Κάθε κραυγή της του έσκιζε τη σπονδυλική στήλη. Κάθε αναστεναγμός του της άνοιγε τα σωθικά.
Κανείς δεν μιλούσε, μόνο το κρεβάτι έτριζε και οι ανάσες κόβονταν, πνίγονταν, ξαναγεννιούνταν. Το πάθος τους δεν ήταν στιγμιαίο – ήταν χρόνια φυλακισμένο και τώρα ελευθερωνόταν ανεξέλεγκτα, σαν φλόγα σε ξερό δάσος.
Κάποια στιγμή, η ένταση έσπασε. Οι ανάσες βρήκαν ρυθμό. Τα σώματα ακόμα ενωμένα, κουρασμένα αλλά γεμάτα. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν της μίλησε. Μόνο τα χέρια τους αγκαλιασμένα, σαν να λέγαν ευχαριστώ με μια σιωπή βαθιά.
Το κερί είχε λιώσει. Το φως είχε φύγει. Αλλά εκείνη η νύχτα είχε χαραχτεί στο δέρμα τους. Όχι σαν αμαρτία, μα σαν λύτρωση.
Δεν θα υπήρχε άλλη φορά. Δεν θα υπήρχαν εξηγήσεις.
Μόνο μια νύχτα. Μυστική. Απλή. Ερωτική.
Αληθινή.
By SIRANO